- συνδιαζώννυμι
- Α(κυρίως παθ.) συνδιαζώννυμαι(για τη σελήνη) έρχομαι σε σύζευξη με έναν πλανήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαζώννυμι «περικυκλώνω, περισφίγγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek